- ὑδροδοχεῖον
- ὑδρο-δοχεῖον, τό,A reservoir, PTeb.84.13 (ii B. C.), PLond.1821.208, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδροδοχεῖον — reservoir neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροδοχείο — το / ὑδροδοχεῑον, ΝΜΑ [ὑδροδόχος] δοχείο νερού νεοελλ. μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι … Dictionary of Greek